- διακονιό
- το (AM διακόνιον)μσν.- νεοελλ.ζητιανιά, επαιτείααρχ.-μσν.1. το λειτούργημα τού διακόνου2. η παράπλευρη στην εκκλησία αίθουσα όπου συγκεντρώνονται ο διάκονοιαρχ.είδος πίτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική της σύνδεση με το διάκονος παραμένει αναπόδεικτη, εξίσου δε αβέβαιη είναι και η άποψη ότι πρόκειται για σύνθετο τού κονία*].
Dictionary of Greek. 2013.